ἄξων,-ονος

ἄξων,-ονος
N 3 1-0-0-3-2=6 Ex 14,25; Prv 2,9.18; 9,12b; 4 Mc 9,20
axle Ex 14,25; course, path (metaph.) Prv 2,9 Cf. LE BOULLUEC 1989, 169

Lust (λαγνεία). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • άξονας — Στη μηχανολογία, είναι όργανο που προορίζεται για τη μετάδοση κίνησης. Πιο συγκεκριμένα, ο περιστρεφόμενος ά. έχει προορισμό τη μετάδοση από το ένα άκρο του στο άλλο μιας ροπής στρέψης, που εφαρμόζεται σε ένα επίπεδο κάθετο στον ά. περιστροφής.… …   Dictionary of Greek

  • αξονήλατος — ἀξονήλατος, ον (Α) αυτός που στρέφεται γύρω από άξονα. [ΕΤΥΜΟΛ. < άξων ( ονος) + ηλατος < ελατός (< ελαύνω) με έκταση της α συλλαβής] …   Dictionary of Greek

  • παραξονίτης — ὁ, Α 1. το παραξόνιο 2. η πλήμνη τού τροχού. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ἄξων, ονος + επίθημα ίτης] …   Dictionary of Greek

  • παραξόνιος — α, ο / παραξόνιος, ον, ΝΑ 1. αυτός που βρίσκεται κοντά στον άξονα 2. το ουδ. ως ουσ. το παραξόνιο(ν) σιδερένιος πασσαλίσκος, πίρος ο οποίος είναι μπηγμένος κάθετα στο άκρο άξονα άμαξας για να εμποδίζει την έξοδο τού τροχού αρχ. (το ουδ. πληθ. ως… …   Dictionary of Greek

  • τετραξονικός — ο, Ν στον πληθ. οι τετραξονικοί ζωολ. οι τετρακτινελλίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. tetraxonid < τετρ(α) * + ἄξων, ονος] …   Dictionary of Greek

  • υπαξόνιος — ον, Α αυτός που βρίσκεται κάτω από άξονα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ἄξων, ονος (πρβλ. παρ αξόνιος)] …   Dictionary of Greek

  • κοχλιάζων — κοχλιάζων, οντος και κοχλιάξων, ονος ὁ (Α) είδος κοχλία που χρησιμοποιούνταν ως εξάρτημα μηχανής. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κοχλιάζων δίνει την εντύπωση μετοχής ενεστ. ενός αμάρτυρου ρ. *κοχλιάζω (< κοχλίας). Ο παρλλ. τ. κοχλιάξων σχηματίστηκε πιθ. με… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”